- ἐνθουσιάζω
- ἐνθουσιάζωto be inspiredpres subj act 1st sgἐνθουσιάζωto be inspiredpres ind act 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ενθουσιάζω — ενθουσιάζω, ενθουσίασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ενθουσιάζω — (AM ἐνθουσιάζω, Α και ἐνθουσιῶ, άω) νεοελλ. 1. διεγείρω, μεταδίδω ενθουσιασμό («με τα λόγια του ενθουσίαζε τα πλήθη») 2. προκαλώ σε κάποιον ιδιαίτερη χαρά («δεν μέ ενθουσιάζει η ιδέα σου») 3. (μτχ. παθ. παρακμ.) ενθουσιασμένος αυτός που βρίσκεται … Dictionary of Greek
ενθουσιάζω — ενθουσίασα, ενθουσιάστηκα, ενθουσιασμένος, μτβ. 1. κάνω κάποιον ενθουσιώδη, του μεταδίνω ενθουσιασμό: Ο λόγος του ενθουσίασε τα πλήθη. 2. προκαλώ σε κάποιον χαρά, ευχάριστο συναίσθημα: Η πρότασή σου δε μ ενθουσιάζει. 3. το μέσ., ενθουσιάζομαι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐνθουσιαζόντων — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut gen pl ἐνθουσιάζω to be inspired pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζει — ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind mp 2nd sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζον — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc voc sg ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζουσι — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιάζουσιν — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐνθουσιάζω to be inspired pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαζομένοις — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐνθουσιαζούσαις — ἐνθουσιάζω to be inspired pres part act fem dat pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)